- αλλαξοστρατιά
- ηαλλαγή δρόμου, αλλαγή πορείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο-* + στράτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… … Dictionary of Greek
αλλαξοστρατίζω — αλλαξοδρομώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + στράτα ή < αλλαξοστρατιά] … Dictionary of Greek